ανάθεμα

ανάθεμα
ανάθεμα το
1) анафема, отлучение от церкви, см. αφορισμός ;
2) проклятие
Этим.
< ανάθεμα / ανάθημα «дар богам» < дргр. ανατίθημι «посвящать». Значение «проклятие» является поздним (появляется в Новом Завете) и возможно относится к тому, что приношение жертвы или дара (за какие-то проступки, преступления) предотвращало от беды

Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα (1 Κορ. 16, 22) — Кто не любит Господа Иисуса Христа, анафема (1 Кор. 16, 22)


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανάθεμα" в других словарях:

  • ἀνάθεμα — anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • ανάθεμα — το, ατος 1. αναθεμάτισμα, αφορισμός: Ήταν η εποχή που είχε γίνει το ανάθεμα του Βενιζέλου. 2. έκφραση κατάρας: Ανάθεμά σε ξενιτιά! 3. επιφώνημα στενοχώριας: Ανάθεμα κι αν κατάλαβα τίποτε! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάθεμ' — ἀνάθεμα , ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεμάτων — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέμασι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέμασιν — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματα — ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματος — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»